παινεύομαι

παινεύομαι
παινεύομαι, παινεύτηκα, παινεμένος βλ. πίν. 18
——————
Σημειώσεις:
παινεύομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του παινεύω (με την έννοια επαινούμαι από κάποιον).
Συνήθως σημαίνει καυχιέμαι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …   Dictionary of Greek

  • παινεύω — και παινώ (Μ παινῶ, άω) 1. επαινώ, εγκωμιάζω 2. μέσ. παινεύομαι καυχιέμαι, περιαυτολογώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παινεμένος, η, ο πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός («Αρβανίτες παινεμένοι, πού ν ο Αλή πασάς καημένοι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • παινεύω — και παινώ παίνεψα, παινεύτηκα, παινεμένος, εγκωμιάζω, μιλώ κολακευτικά για κάποιον· μέσ., παινεύομαι και παινιέμαι καυχιέμαι, παινεύω τον εαυτό μου: Ο γύφτος αν δεν παινέψει το καλύβι του θα πέσει και θα τον πλακώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”